- καταλγώ
- καταλγῶ, -έω (Α)αισθάνομαι ισχυρό πόνο, ψυχικό ή σωματικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀλγῶ «πονώ» (< ἄλγος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθαλγώ — καθαλγῶ έω (Μ) κάνω κάποιον να συγκινηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρεφθαρμένος τ. τού καταλγῶ] … Dictionary of Greek